- κηροδοσία
- και κεροδοσία, η (Μ κηροδοσία και κεροδοσία)η προσφορά κεριών, το σύνολο τών προσφερόμενων κεριών σε θρησκευτική τελετήνεοελλ.η συνολική ή η ετήσια ποσότητα τού κεριού που χρειάζεται ένας ναός ή μια μονή για όλες τις εκκλησιαστικές ανάγκεςμσν.φόρος κεριού.[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -δοσία (< -δότης < δότης < δίδωμι), πρβλ. ασυ-δοσία, εργο-δοσία].
Dictionary of Greek. 2013.